διαφιλονικώ — διαφιλονικώ, διαφιλονίκησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: διαφιλονικώ : από την παθητική φωνή εύχρηστος είναι κυρίως ο τύπος της μτχ. ενεστώτα διαφιλονικούμενος (→ αντικείμενο φιλονικίας) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαφιλονικώ — ( έω) (ΑΝ) (επιτατ. τού φίλονικώ) 1. μαλώνω για την κατοχή ενός πράγματος, αμφισβητώ, διεκδικώ 2. διαγωνίζομαι, αμιλλώμαι νεοελλ. (μτχ.) διαφιλονικούμενος ο αμφισβητούμενος, επίδικος … Dictionary of Greek
αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… … Dictionary of Greek
αδιαφιλονίκητος — η, ο [διαφιλονικώ] 1. αυτός που δεν τόν διαμφισβήτησε κανείς («αδιαφιλονίκητη αλήθεια») 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αμφισβητεί, αναμφίβολος, αναντίρρητος, αναμφισβήτητος («αδιαφιλονίκητα προσόντα») … Dictionary of Greek
διαδικάζω — (Α) 1. ως δικαστής εκφέρω κρίση σε κάποια υπόθεση 2. (με αιτ. πράγματος) συμβιβάζω 3. (στην Αθήνα για ναυτικές υποθέσεις) ενεργώ έρευνα ή ανακρίσεις 4. μέσ. διαφιλονικώ δικαστικώς, έρχομαι σε αντιδικία προς κάποιον 5. υποβάλλω σε δίκη τον εαυτό… … Dictionary of Greek
διαμφισβητώ — (AM διαμφισβητῶ, έω) 1. θέτω υπό αμφισβήτηση 2. διατυπώνω διεκδικήσεις ή απαιτήσεις για την κυριότητα ενός αντικειμένου 3. διατυπώνω επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα ή αυθεντικότητα ενός αντικειμένου 4. διαφιλονικώ … Dictionary of Greek